Την Κυριακή 1 Απριλίου 2018 οι
απανταχού Ορθόδοξοι Χριστιανοί εορτάζουν την Κυριακή των Βαΐων. Την πανηγυρική
δηλαδή είσοδο του Ιησού Χριστού στην Ιερουσαλήμ. Η είσοδος αυτή ήταν η
απογείωση της δόξας και η απαρχή της ταπείνωσης, της παρωδίας Δίκης, του
μαρτυρικού σταυρικού θανάτου, αλλά και της Ανάστασης.
Η Κυριακή των Βαΐων σηματοδοτεί
την έναρξη της Μεγάλης Εβδομάδας την οποία οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί βιώνουν με
διάφορες εθνικοτοπικές παραδόσεις, με αποκορύφωμα την Αναστάσιμη εορτή και το
κάψιμο του Ιούδα!
Τα Πάθη του Χριστού αφετηρία τους
έχουν τη σύλληψή Του λόγω της προδοσίας του Ιούδα. Επακολουθούν δε τα απάνθρωπα
βασανιστήρια, ο επαίσχυντος ευτελισμός και η παράνομη διαδικασία, που αφορά
παρωδία Δικών του Ιερατείου και της κοσμικής εξουσίας του Ρωμαίου κατακτητή.
Ο Χριστός δικάστηκε κυρίως από
δύο (2) Δικαστήρια: από εκείνο του Ιερατείου και από εκείνο των Ρωμαίων
κατακτητών. Κατ’ ουσίαν δηλαδή δικάσθηκε από τον αρχιερέα Καϊάφα και από τον
ηγεμόνα Πιλάτο.
Ασφαλώς, όμως, λόγω αναπομπής της
υπόθεσης, για λόγους τοπικής αρμοδιότητας από τον Πιλάτο στον Ηρώδη, υπάρχει
και η εκδοχή του τρίτου Δικαστηρίου. Ο Ηρώδης που ανέπεμψε το Χριστό και πάλι
στον Πιλάτο, πρωτίστως απασχολήθηκε με τον ευτελισμό Του, παρά με τη διαδικασία
Δίκης. Και τούτο γιατί: «εξουθενήσας δε αυτόν ο Ηρώδης συν τοις στρατεύμασιν
αυτού και εμπαίξας, περιβαλών αυτόν εσθήτα λαμπράν ανέπεμψεν αυτόν τω Πιλάτω»
(Λουκάς ΚΓ/11-12).
Ωστόσο, οι Δίκες αυτές, με τις
επιμέρους διαδικασίες που χαρακτηρίζουν την κάθε μια χωριστά, ενοποιούνται
(ιστορικώς) σε «μια διαδικασία», και τούτο γιατί καθιερώθηκε να αναφέρονται ως:
«η Δίκη του Χριστού».
Με αφορμή και αιτία την
επισκόπηση της Δίκης αυτής, επιβάλλεται στο ασφυκτικό αυτό περίγραμμα να
τοποθετήσουμε τα πράγματα σε μια ιστορική και νομική τάξη με βάση τις Γραφές.
Επίσης ο γράφων ως νομικός οφείλει εξ αρχής να τοποθετηθεί με τα εξής:
η θέση ενός νομικού
Ο Καταστατικός Χάρτης της Χώρας
θεσπίζει ότι επικρατούσα Θρησκεία στην Ελλάδα είναι η Θρησκεία της Ανατολικής
Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού (άρθρο 3 του Συντάγματος). Επίσης ο σκληρός
πυρήνας της συνταγματικής τάξης, με μη αναθεωρητέα διάταξη (άρθρο 13 παρ. 1 του
Συντάγματος). θεσπίζει το απαραβίαστο της θρησκευτικής ελευθερίας. Συνεπώς πάν
ό,τι καταγράφεται ενταύθα με προσφυγή στις Γραφές, εκφέρεται με απόλυτο σεβασμό
στις άλλες γνωστές Θρησκείες όπως επιτάσσει (και) η έννομη τάξη (ειδικότερα
βλ. άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος).
ο Χριστός είναι φίλος μας –Ίνα ώσιν εν
Με βάση τα προαναφερόμενα θα
πρέπει ως προδιάθεση να λεχθούν και τα εξής:
Ο νεοκαταγής Άγιος, ο Γέροντας
Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης, διακήρυξε εμφαντικώς την αγάπη στο Χριστό, αλλά και
την αγάπη του Χριστού με μια μοναδική προσέγγιση. «Ο Χριστός είναι το πάν»,
διακήρυξε ο Άγιος αυτός, , «ο Χριστός είναι φίλος μας». Άλλωστε: «υμείς φίλοι
μου εστέ» (Ιωάννης ΙΕ/14), «ουκέτι υμάς λέγω δούλους… υμάς δε είρηκα φίλους..»
(Ιωάννης ΙΕ/15). Στην ίδια δε κατεύθυνση
συλλειτουργεί και η Αριχερατική προσευχή
του Κυρίου, όπου: «ίνα πάντες εν ώσι…ίνα ώσιν εν» (Ιωάννης ΙΖ/21-23).
τα κενά ερμηνείας –το «σύ είπας»
Το παρόν κείμενο όχι μόνο είναι
αδύνατον να εξαντλήσει το ζήτημα της Δίκης του Ιησού, αλλά και να το ψηλαφίσει
καν! Η Δίκη του Ιησού απαιτεί ιδιαίτερο δοκίμιο-πραγματεία. Ωστόσο, στην
οικονομία του περιγράμματος αυτού (αν και τα όσα γράφονται δεν αφορούν θεολόγο
ή ιστορικό, αλλά νομικό), επιδιώκεται να αναδειχτούν καίρια ζητήματα για την
Δίκη του Ιησού, τα οποία χρήζουν «νομικής παρέμβασης», καθόσον μάλλον η «θεολογική»
βιβλιογραφία αδικεί εν πολλοίς δικονομικά και ουσιαστικά σημεία της Δίκης, με
κίνδυνο παρερμηνειών. Ένα δε από τα κρίσιμα ζητήματα είναι το «συ είπας» του
Ιησού στους θρησκευτικούς δικαστές Του, αλλά και στον πολιτικό δικαστή Του, τον
Πιλάτο.
Κατ’ ουσίαν το «σύ είπας» του
Ιησού παρερμηνεύεται. Προδήλως δε και αδιστάκτως είναι εσφαλμένη η θέση ότι: «Η
απάντησις αύτη δεν είναι ούτε σαφής βεβαίωσις ούτε άρνησις, αλλά συγκατάθεσις
διδομένη ως είδος τι παραχωρήσεως». Προς αποκατάσταση των πραγμάτων υπ’ όψιν τα
εξής:
Στη Δίκη του Χριστού:«…ο
αρχιερεύς είπεν αυτώˑ εξορκίζω σε κατά του Θεού του ζώντος ίνα ημίν είπης ει συ
ει ο Χριστός ο υιός του Θεού. λέγει αυτώ ο Ιησούςˑ σύ είπας…» Τότε ο αρχιερεύς
(με το «σύ είπας») διέρρηξε τα ιμάτια του(!) λέγων ότι εβλασφήμησε και απεφάνθη
«τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων; ίδε νυν ηκούσατε την βλασφημίαν αυτούˑ τι υμίν
δοκεί; οι δε αποκριθέντες είπονˑ ένοχος θανάτου εστί» (Ματθαίος ΚΣΤ/56-67).
Το «συ είπας» του Ιησού στον
αρχιερέα Καϊάφα προδήλως σημαίνει ότι: «ακόμη και εσύ το λες» ή άλλως: «το
είπες ήδη». Η ερμηνεία αυτή είναι η μόνη
που αδιστάκτως αντέχει δικονομικώς και ουσιαστικώς στα όσα αμέσως έλαβαν χώρα.
Και τούτο γιατί ο αρχιερέας (με το «σύ είπας» του Ιησού) διέρρηξε τα ιμάτια
του(!) και απεφάνθη ότι δεν χρειάζονται μάρτυρες. Και δεν υπήρχε ανάγκη
μαρτύρων γιατί ο Ιησούς με τη διατύπωση αυτή ομολόγησε ότι είναι ο Χριστός ο
Υιός του Θεού, καθιστάμενος με την ομολογία αυτή κατήγορος του εαυτού Του. Στην
ίδια ακριβώς ιστορική συνέπεια συγκαταλέγεται και η απάντηση του Ιησού στην ερώτηση «συ ούν εί
ο υιός του Θεού;», οπότε ο Ιησούς απεκρίθη: «υμείς λέγετε ότι εγώ ειμί».
ο άθλιος και ο Άγιος
Στη Δίκη του Χριστού, πέραν του
Ιερατείου, το οποίο ο Χριστός αποφασιστικώς είχε πλήξει, κεντρικό ρόλο
διαδραμάτισε και ο Πιλάτος. Υπ όψιν ότι την πολιτική θέση του ηγεμόνα ο Πιλάτος
κατείχε ως ευνοούμενος του Σηιανού, ο οποίος όμως ήδη, ως ένοχος συνωμοσίας
κατά του Αυτοκράτορα Τιβέριου, είχε θανατωθεί! Έτσι ο Πιλάτος είχε απολέσει τον
πολιτικό του προστάτη. Συνεπώς όταν δέχθηκε την απειλή ότι «…ουκ ει φίλος του
Καίσαρος» (Ιωάννης ΙΘ/13), έντρομος υπερασπίσθηκε τη θέση του και όχι την
αθωότητα του Ιησού!
Η ιστορικότητα των εξελίξεων με
το σταυρικό θάνατο του Ιησού και το γεγονός της ταφής Του, ανέδειξε τον άθλιο
Πιλάτο να «νίπτει τας χείρας του» και ένα Μεγάλο Άγιο. Και τούτο γιατί, όταν
ακόμη και «οι μαθηταί πάντες αφέντες αυτόν έφυγον» (Ματθαίος ΚΣΤ/56), τότε
«ελθών Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ευσχήμων βουλευτής… τολμήσας εισήλθε προς
Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού» (Μάρκος ΙΕ/42-43).
Ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, ήταν
βουλευτής, μέλος του Μεγάλου Συνεδρίου αλλά και μυστικός μαθητής του Ιησού
(Ματθαίος ΚΖ/57-60). Είναι εκείνος ο οποίος: «το Άχραντον Σώμα σινδόνι καθαρά
ειλήσας και αρώμασι εν μνήματι καινώ κηδεύσας απέθετο». Επίσης ο Ιωσήφ ο από
Αριμαθαίας δεν συγκατατέθηκε στη Βουλή για την καταδίκη του Ιησού! (Λουκάς
ΚΓ/50-54). Παρά δε που ο Άγιος αυτός αναφέρεται και από τους τέσσερις
Ευαγγελιστές, και παρά που η μνήμη του τιμάται από την εκκλησία (31 Ιουλίου),
εν τούτοις έχει παραβλεφθεί από τους πιστούς (ίσως) και από την Οργανωμένη
Εκκλησία. Ουδείς γνωστός Ναός στον Ελλαδικό χώρο έχει ανεγερθεί στο όνομα του.
«Αγνοείται» ο Άγιος εκείνος που τολμήσας ανέλαβε το ιερό καθήκον της
αποκαθήλωσης και της ταφής του Ιησού.
Ύψιστης δε σημασίας είναι
(συμβολικής και ιστορικής) και το ότι ο από την Αριμαθαία ευσχήμων βουλευτής
Ιωσήφ, παραχώρησε τον άσπιλο και καινοφανή τάφο του, στον Ιησού. Ο τάφος αυτός
δεν συμβολίζει μόνο την ταφή του Κυρίου, αλλά και την Ανάσταση Του. Συνιστά δε
τη Μέγιστη αναφορά τόπου και γεγονότος!
«Οὐκ ἔστιν ὧδε…ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν». Καλή Ανάσταση!
Του Πέτρου Ι. Μηλιαράκη
* (Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά
Δικαστήρια της Χώρας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του
Λουξεμβούργου) (ECHR και GC – EU).